- συλλοχίσας
- συλλοχίσᾱς , συλλοχίζωembodyaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)συλλοχίσᾱς , συλλοχίζωembodyaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συλλοχίζω — Α 1. συνενώνω σε μία στρατιωτική μονάδα («οὕς εἰς ἕν τάγμα ὁ Νέρων συλλοχίσας», Πλούτ.) 2. διαμοιράζω στρατιωτική δύναμη σε μικρότερες μονάδες («δύναμις συλλελοχισμένη εἰς ἐκατοστύας», Πλούτ.) 3. παρατάσσω στρατιώτες συντεταγμένους σε λόχους.… … Dictionary of Greek